Skip to main content

Alpha Bank: Σε νέο κύκλο ύφεσης η ελληνική οικονομία

Το δεύτερο εξάμηνο του 2015 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε έναν νέο κύκλο περιορισμένης ύφεσης, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας.

Σε νέο κύκλο ύφεσης εισήλθε η ελληνική οικονομία το β’ εξάμηνο του 2015, σύμφωνα με την εβδομαδιαία έκθεση της Alpha Bank.

Εξηγώντας την περιορισμένη υποχώρηση του ΑΕΠ έναντι των εκτιμήσεων, το οικονομικό δελτίο της τράπεζας υπογραμμίζει ότι οφείλεται στη σημαντική θετική συμβολή του εξωτερικού τομέα, κυρίως λόγω της ικανοποιητικής επιδόσεως του τουρισμού.

Ειδικότερα, στο δ΄ τρίμηνο του 2015, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,8%, από -1,7% το τρίτο τρίμηνο 2015. Συνολικά το 2015, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,2%, έναντι αυξήσεως 0,7% το 2014.  Η πτώση του ΑΕΠ στο δεύτερο εξάμηνο 2015, κατά 1,2%, έναντι αυξήσεως 0,6% το πρώτο εξάμηνο 2015, μπορεί να ερμηνευθεί ως ακολούθως:

Πρώτον, η συμπεριφορά της ιδιωτικής καταναλώσεως ήταν ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας αυτού του φαινομένου. Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,2% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο 2015, συμβάλλοντας θετικά στο ΑΕΠ κατά 0,8 εκατοστιαίες μονάδες. Η θετική μεταβολή της καταναλώσεως στο εξάμηνο αυτό, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο 2014, αλλά και τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου που ενίσχυσαν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.

Στο τρίτο τρίμηνο 2015, η υποχώρηση της ιδιωτικής καταναλώσεως θεωρείται περιορισμένη (-0,3% σε ετήσια βάση), παρά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, καθώς τα νοικοκυριά προέβησαν σε δαπάνες μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας. Επιπλέον, επισημαίνεται και η θετική συμβολή της αυξημένης τουριστικής κινήσεως στην ιδιωτική κατανάλωση στο τρίμηνο αυτό. Στο τέταρτο τρίμηνο 2015, η ιδιωτική κατανάλωση υπεχώρησε κατά 0,9%, σε ετήσια βάση, λόγω των αυξήσεων του συντελεστή ΦΠΑ το καλοκαίρι, σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών.

Η μείωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στους δύο πρώτους μήνες του 2016 (5,7 μονάδες από τον Δεκέμβριο 2015) αντανακλά την απαισιοδοξία των νοικοκυριών όσον αφορά στις μελλοντικές οικονομικές τους συνθήκες και συμβαδίζει ενδεχομένως, με νέα υποχώρηση της κατανάλωσης το επόμενο διάστημα.

Δεύτερον, το 2015 σημειώθηκε υποχώρηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 2,8%, σε ετήσια βάση, στο δεύτερο εξάμηνο 2015, έναντι αυξήσεως 4,9% το πρώτο εξάμηνο 2015. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ αποτελούν πλέον μικρό ποσοστό, το 11,6% του ΑΕΠ το 2015, έναντι 24,5% του ΑΕΠ που αναλογούσε το 2007.

Συνολικά το 2015 συνεχίσθηκε η επενδυτική ένδεια, λόγω της επιδεινώσεως του επιχειρηματικού κλίματος, των κεφαλαιακών περιορισμών και της διαρκούς μειώσεως του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, που δυσχέραναν την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων. Κατά συνέπεια οι επιχειρήσεις, είτε προβαίνουν σε επενδύσεις με ίδια κεφάλαια, είτε μεταθέτουν τις επιχειρηματικές τους αποφάσεις και αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις της ζητήσεως δια της μεταβολής των αποθεμάτων τους.

Επίσης, οι αρνητικές καθαρές επενδύσεις των τελευταίων ετών, δηλαδή η διαφορά των επενδύσεων από τις αποσβέσεις, επέφεραν σημαντική απαξίωση του παραγωγικού κεφαλαίου μειώνοντας σημαντικά το καθαρό πραγματικό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας. Στην περίοδο 2010- 2014, οι αποσβέσεις ξεπέρασαν την επενδυτική δαπάνη σωρευτικά κατά € 42,3 δισ. (2010-2014). Επομένως, θεμελιώδεις αναπτυξιακές παράμετροι της οικονομίας, όπως είναι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, παραμένουν ουσιαστικά αδρανείς (κοντά στο ύψος του 2007) υπονομεύοντας την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η συνεχής εκτεταμένη μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες από την αρχή της οικονομικής κρίσεως μέχρι σήμερα, που σε μεγάλο βαθμό είναι συνδεδεμένη με την υψηλή φορολόγηση επί της ακίνητης περιουσίας. Όπως προκύπτει από το Γράφημα 2, οι επενδύσεις σε κατοικίες και σε μηχανολογικό εξοπλισμό έχουν συρρικνωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2008 στο 2015. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες αποτελούν πλέον μόλις το 0,8% επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ενώ το 2008 το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε στο 7,6%.

Σε μια περίοδο κατά την οποία διαταράχθηκε σημαντικά η ομαλότητα στη ροή των εισαγωγών, μέρος των άμεσων αναγκών της αγοράς για εισαγόμενα αγαθά και πρώτες ύλες καλύφθηκε μέσω αναλώσεως αποθεμάτων. Το φαινόμενο αυτό είχε ως αποτέλεσμα η συνεισφορά της μεταβολής των αποθεμάτων στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ να διαμορφωθεί σε έντονα αρνητικό επίπεδο στο τέταρτο τρίμηνο 2015 κατά -2,5 εκατοστιαίες μονάδες από -2,3 εκατοστιαίες μονάδες στο τρίτο τρίμηνο 2015.

Τρίτον, σημειώνεται, η εκ νέου μεγάλη μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 8,8%, σε ετήσια βάση, στο τέταρτο τρίμηνο 2015, η οποία υπολείπεται της μειώσεως των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά -12,5%. Συνεπώς, ο εξωτερικός τομέας είχε σημαντική θετική συμβολή στο ΑΕΠ κατά 1,5 εκατοστιαίες μονάδες στο τέταρτο τρίμηνο 2015, από +3,3 π.μ. το τρίτο τρίμηνο 2015 και -0,2 π.μ. το πρώτο εξάμηνο.

Η μεγάλη υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών συνέβη στο δεύτερο εξάμηνο 2015, καθώς αυτές υποχώρησαν κατά 15,8%, σε ετήσια βάση, έναντι αυξήσεως κατά 2,9% στο πρώτο εξάμηνο 2015 αντίστοιχα. Η πτώση των εισαγωγών αποδίδεται, τόσο στην επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, όσο και στην υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου.