Skip to main content

Αυξήθηκαν κατά 15% οι αιτήσεις ασύλου στην Ελλάδα το 2017

Συνολικά οι αιτήσεις ασύλου ανήλθαν σε 58.661. Οι αιτήσεις που προέρχονται από την Ελλάδα αγγίζουν το 8,5% των συνολικών αιτήσεων στην ΕΕ.

Αυξημένες σε ποσοστό 15% είναι οι αιτήσεις ασύλου για την Ελλάδα το 2017 σε σχέση με το 2016, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση Asylum Information Database (AIDA) Report on Greece 2017, που παρουσιάστηκε σήμερα από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες.

Συνολικά οι αιτήσεις ασύλου ανήλθαν σε 58.661. Μάλιστα οι αιτήσεις που προέρχονται από την Ελλάδα αγγίζουν το 8,5% των συνολικών αιτήσεων στην ΕΕ, ποσοστό που την αναδεικνύει σε χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων ασύλου από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρ' όλα αυτά οι αιτήσεις που εκκρεμούν είναι 36.340. Το μεγαλύτερο ποσοστό αιτήσεων ασύλου για την Ελλάδα προέρχεται από Σύρους πρόσφυγες, καθώς υπολογίζεται περίπου στο 28%. Ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι ότι 1 στις 3 αιτήσεις εκκρεμεί πάνω από 6 μήνες, ενώ συνολικά 4.000 αιτήσεις εκκρεμούν πάνω από 1 χρόνο. Ο μέσος όρος ολοκλήρωσης της διαδικασίας για τις αιτήσεις ασύλου υπολογίζεται μέσα στο 2017 σε 6 μήνες. «Οι καθυστερήσεις σηματοδοτούν και μία σημαντική πίεση στο σύστημα υποδοχής, καθώς παραμένουν στις δομές υποδοχής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, γεγονός που μειώνει τη δυνατότητα εισόδου νέων ανθρώπων στις δομές», σημείωσε το μέλος της Νομικής Υπηρεσίας του ΕΣΠ, Αλέξανδρος Κωνσταντίνου, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης. Μέχρι το τέλος του 2017 η Υπηρεσία Ασύλου λειτουργούσε σε 22 μέρη σε όλη την Ελλάδα.

Οι θετικές αποφάσεις των αιτούντων άσυλο ανήλθαν σε 46%, ενώ για τα ασυνόδευτα ανήλικα τα αιτήματα έχουν χαμηλότερο ποσοστό αναγνώρισης που ανέρχεται στο 27,5%. Σημειώνεται επίσης ότι μέχρι την τελευταία ημέρα του Ιανουαρίου 2 στα 3 παιδιά που βρίσκονταν στην Ελλάδα, ήταν εκτός δομών φιλοξενίας. Ακόμη, διαπιστώθηκαν σοβαρά εμπόδια στο δικαίωμα των οικογενειακών επανενώσεων καθώς το 2017, 245 αιτήσεις για οικογενειακή επανένωση υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου, ενώ 17 στη Διεύθυνση Αλλοδαπών της ΕΛΑΣ, οι οποίες ωστόσο όλες απορρίφθηκαν. Τέλος, όπως επισημάνθηκε, οι αφίξεις μειώθηκαν σε σχέση με το 2016, καθώς 29.718 άτομα έφτασαν στην Ελλάδα το 2017. Ωστόσο το 2017 είχαμε 5.300 αφίξεις από τον Έβρο, ενώ το 2016 ήταν 3.098. Οι αφίξεις συνεχίζουν να είναι από χώρες που αντιμετωπίζουν ζητήματα ασφάλειας. Περισσότεροι από τους μισούς είναι γυναίκες και παιδιά και το 40% είναι άνδρες.

Από την πλευρά του ο συντονιστής της AIDA, Μίνως Μουζουράκης, ανέλυσε, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, την αντίστοιχη έκθεση για την Τουρκία κι υπογράμμισε ότι «Η έκθεση AIDA για την Τουρκία βασίζεται σε πηγές όπως ΜΚΟ, κάποιες κυβερνητικές πηγές, την Ύπατη Αρμοστεία στην Τουρκία η οποία έχει ένα κομβικό ρόλο στο σύστημα κι επίσης τους διάφορους δικηγορικούς συλλόγους που δραστηριοποιούνται σε πληθώρα πόλεων και περιφερειών. Η Τουρκία διατηρεί τον γεωγραφικό περιορισμό της Συνθήκης της Γενεύης, επομένως για όσους δεν προέρχονται από την Ευρώπη δεν χορηγείται καθεστώς πρόσφυγα. Ωστόσο σε όσους προέρχονται από τη Συρία χορηγείται προσωρινή προστασία, μιλάμε για 3.500.000 Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία, 93% των οποίων μένουν εκτός κέντρων φιλοξενίας».

Ωστόσο, όπως προσέθεσε ο κ. Μουζουράκης, «Όσοι δεν προέρχονται από τη Συρία κι αιτούνται διεθνούς προστασίας, καταγράφηκαν το 2017 από τις τουρκικές αρχές 112.315 αιτήσεις, η πλειονότητα από τις οποίες προέρχονται από το Ιράν, Ιράκ κι Αφγανιστάν. Σε όλες τις περιφέρειες της Τουρκίας μπορεί ένας Σύρος να επιβάλλει αίτημα καταγραφής. Αντιθέτως για τους μη Σύρους για όλη την Τουρκία υπάρχει ένα σύστημα καταγραφής κι αυτό βρίσκεται στην 'Αγκυρα. Όποιος μη Σύρος θέλει προστασία πρέπει να φτάσει μόνος, χωρίς βοήθεια στην 'Αγκυρα για την καταγραφή του αιτήματός του. Αυτό έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα, καθυστερήσεις στις καταγραφές και το κυριότερο να υπάρχει μεγάλος αριθμός που χρήζουν προστασίας αλλά να μην έχουν καταγραφεί. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην καταγραφή, η διαφορά είναι αρκετά κρίσιμη. Για τους Σύρους καταγράφεται το αίτημα από τις αρχές απευθείας, ενώ για τους μη Σύρους καταγράφεται πρώτα από την Ύπατη Αρμοστεία και μετά την καταγραφή στην 'Αγκυρα, πρέπει ο αιτών να μεταβεί στη σχετική πόλη που πρέπει να μείνει και να καταγραφεί εκεί το αίτημά του με τις αρχές».

Ακόμη, σημαντικό στοιχείο είναι ότι στην Τουρκία έχουν εκδοθεί 67.000 κωδικοί ασφαλείας σε ανθρώπους που κρίνονται επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια. Η βασική τους παρατήρηση είναι ότι όσοι έχουν τέτοιο κωδικό απελαύνονται και τους επιβάλλεται μέτρο προαναχωρησιακής κράτησης στα κέντρα κράτησης για να εφαρμοστεί η εν λόγω απέλαση. Η Τουρκία έχει μεγαλύτερο σύστημα κράτησης από την Ελλάδα, συνολικά έχει 18 προαναχωρησιακά κέντρα με πάνω από 8.000 θέσεις σε χωρητικότητα, τα οποία ως επί το πλείστον είναι γεμάτα. Χτίζονται άλλα 16 κέντρα κι η χωρητικότητα θα ανέρχεται σε 16.000. Τα κέντρα τα οποία έχουν άτομα υπό απέλαση που κρατούνται για λόγους τρομοκρατίας έχουν πολύ αυστηρό καθεστώς και πολύ χειρότερες συνθήκες από τα άλλα.

Η Εμμανουέλα Τσαπούλη, από την πλευρά της Ύπατης Αρμοστείας, σχολιάζοντας την έκθεση τόνισε ότι «η υπηρεσία Ασύλου έχει καταφέρει να ανταποκριθεί όχι μόνο σε μία μεγάλη και δυσανάλογη των δυνατοτήτων της αύξηση των αιτημάτων αλλά και στην ανάγκη να διαχειριστεί πολλές και καινούριες διαδικασίες μέσα στη διαδικασία ασύλου, αλλά έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα μέσο όρο ποιότητας το οποίο ανταποκρίνεται στα διεθνή κι ευρωπαϊκά πρότυπα. Για την υποδοχή, η άφιξη των δομών φιλοξενίας είναι ένα θετικό στοιχείο. Σιγά σιγά διαμορφώνεται και μία δημόσια πολιτική που συμβάλλει σε αυτό. Παρατηρείται όμως μία μεγάλη κι ορατή καθυστέρηση στην εξέταση και περαίωση των αιτημάτων αλλά και σε περιορισμούς στην πρόσβαση ιδιαίτερα στην ενδοχώρα. Η πρόταση για λύση σε αυτά τα προβλήματα είναι διττή, αφ'ενός αφορά την πρόταση για αύξηση του δυναμικού της υπηρεσίας ασύλου, κι υποστήριξη από άλλους φορείς όπως είναι το EASO κι η Ύπατη Αρμοστεία, και επίσης αύξηση του δυναμικού σε δεύτερο βαθμό, που σημαίνει μεγαλύτερος αριθμός των ανεξάρτητων επιτροπών προσφυγών. Αφετέρου θα έπρεπε να υπάρχει δικαιότερη και μεγαλύτερη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση για το σύστημα ασύλου κι αυτό μεταφράζεται στην πράξη στη θεσμοθέτηση και στη συνέχιση των προγραμμάτων της μετεγκατάστασης».